φηγίδες

φηγίδες
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, με 10 γένη και 1.000 περίπου είδη, με γνωστά και σημαντικά, από οικονομική άποψη, δένδρα, όπως είναι η βαλανιδιά, η καστανιά, η οξιά κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fagaceae < λατ. fagus «οξιά» (βλ. και λ. φηγός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • πυκνοβελονιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία δρυός τού είδους Quercus conferta, τής οικογένειας φηγίδες, που διακρίνεται από τα άλλα ελληνικά είδη δρυός χάρη στα πολύ μεγάλα φύλλα της, τα οποία έχουν μήκος μέχρι και 18 εκατοστόμετρα …   Dictionary of Greek

  • φηγώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνον την οικογένεια φηγίδες, με 10 γένη και 1.000 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fagales < λατ. fagus «οξιά» (βλ. και λ. φηγός)] …   Dictionary of Greek

  • οξιά — η 1. δασικό δέντρο της οικογένειας Φηγίδες: Σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα ξύλα της οξιάς (Σεφέρης). 2. το ξύλο της οξιάς: Τα καθίσματα είναι από οξιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”